μακροτέρως

μακροτέρως
μακροτέρως (Α)
επίρρ.
1. για πολύ, για περισσότερο χρόνο
2. σε μεγαλύτερο, σε μέγιστο βαθμό
3. στο απώτερο σημείο («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι μακροτέρως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. τού μακρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μακροτέρως — μακρός long adverbial comp μακρός long masc acc comp pl (doric) μακροτέρως for a longer time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”